μακροπτύστης

μακροπτύστης
μακροπτύστης, -ου, ὁ (Α)
1. αυτός που φτύνει σε μεγάλη απόσταση
2. σκωπτική ονομασία για άνθρωπο αλαζόνα, υπερφίαλο («καὶ τοῡτο ἐπὶ τῶν κούφως φερομένων καὶ ἀλαζόνων φησὶ τὸ μὴ εἰς τὸν κόλπον πτύειν, οὓς καὶ διὰ τοῡτο ἡ συνήθεια μακροπτύστας σκωπτικῶς ὀνομάζει», Σχόλ. στον Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + -πτύστης (< πτύω «φτύνω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μακροπτύστας — μακροπτύστᾱς , μακροπτύστης spitting far from one masc acc pl μακροπτύστᾱς , μακροπτύστης spitting far from one masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”